- ευφημιστικός
- -ή, -ό [ευφημιστής]1. αυτός που γίνεται για ευφημία κάποιου, ο εγκωμιαστικός, ο επαινετικός («ευφημιστική βιβλιοκρισία»)2. αυτός που χρησιμοποιείται κατ' ευφημισμόν («ευφημιστικός χαρακτηρισμός»).επίρρ...ευφημιστικώς και -ά1. κατά τρόπο ευφημιστικό, για ευφημία, εγκωμιαστικά2. κατ' ευφημισμόν.
Dictionary of Greek. 2013.